Από τα φεστιβάλ των Κανών και της Βενετίας, αντίστοιχα, μας έρχονται οι ταινίες «Το δέρμα που κατοικώ» του Πέδρο Αλμοδόβαρ και «Contagion» του Στίβεν Σόντερμπεργκ.
Στο νέο πρόγραμμα της εβδομάδας και οι ταινίες: «Καναρίνι μου γλυκό», ντοκιμαντέρ του Ρόι Σερ για τη Ρόζα Εσκενάζυ, «Το χρέος», θρίλερ κατασκοπίας του Τζον Μάντεν, «Killer Elite», θρίλερ δράσης του Γκάρι ΜακΚέντρι και «Winx Club 3D: μαγική περιπέτεια», κινούμενα σχέδια του Ιταλού Ιτζίνιο Στράφι.
ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ιτζίνιο Στράφι. Κινούμενα σχέδια. 87'
Ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, χωρίς το τραγικό φινάλε της σεξπιρικής τραγωδίας, σε μια τρισδιάστατη ιταλικής παραγωγής ταινία κινουμένων σχεδίων (εμπνευσμένη από τηλεοπτική σειρά), για μικρά παιδιά.
Από τις ταινίες τρόμου και τη μαύρη κωμωδία μέχρι το θρίλερ και το ψυχολογικό δράμα αντλεί στοιχεία ο Πέδρο Αλμοδόβαρ για τη νέα του ταινία «Το δέρμα που κατοικώ». Ο ήρωάς του, ο Ρόμπερτ Λεντγκάρντ (ένας πολύ καλός, συγκρατημένος Αντόνιο Μπαντέρας), είναι ένας εξαίρετος πλαστικός χειρουργός που, μετά την τραγική αυτοκτονία της γυναίκας του, αρχίζει να πειραματίζεται με τη δημιουργία ενός συνθετικού δέρματος που θα την επαναφέρει στη ζωή. Τα πράγματα παίρνουν αναπάντεχη τροπή όταν ο Ρόμπερτ, στα πρόθυρα της τρέλας, μετά το βιασμό και την αυτοκτονία της κόρης του, απάγει τον βιαστή της και βάζει μπροστά ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης.
Με βάση το βιβλίο του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Τιερί Ζονκέ, ο Αλμοδόβαρ έφτιαξε μια ταινία που περιέχει όλα τα γνωστά στοιχεία των ταινιών. Στοιχεία που ο σκηνοθέτης τού «Δέσε με» και «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» συνδυάζει με το ξεχωριστό, ηδονοβλεπτικό βλέμμα του, πάνω στους χώρους (το απομονωμένο σπίτι του Ρόμπερτ) και τα διάφορα αντικείμενα (φορέματα, έπιπλα, πίνακες, ιατρικά εργαλεία) και στα σώματα, στα μάτια, στα χέρια, στα χείλη τους, με το πάθος και το σεξ να καθοδηγεί τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους. Εξαίρετο παράδειγμα η εισαγωγική σκηνή, όπου βλέπουμε τον Ρόμπερτ να παρακολουθεί στο εργαστήριό του τη Βέρα (πολύ εντυπωσιακή η Ελένα Ανάγια), μια νεαρή, «αιχμάλωτη», όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια, να κάνει γιόγκα, φορώντας ένα πολύ σφιχτό κολάν. Ενώ με ένα έξυπνο, παράλληλο μοντάζ, που κινείται ανάμεσα στο παρόν και τα φλας μπακ, δημιουργεί την ατμόσφαιρα της ψύχωσης που φαίνεται να καθοδηγεί όχι μόνο τον Ρόμπερτ αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα, μαζί και τη Μαρίλια (Μαρίζα Παρέδες), την ηλικιωμένη γκουβερνάντα (στην πραγματικότητα μητέρα του) και πιστή συνεργάτιδα στα πειράματά του.
Μιλώντας στις Κάνες, μετά την προβολή της ταινίας του, ο Αλμοδόβαρ αναφέρθηκε στην επίδραση από το έργο του Φριτς Λανγκ της γερμανικής εξπρεσιονιστικής περιόδου. Η ταινία του όμως εμπνέεται και από άλλες ταινίες του φανταστικού, ιδιαίτερα τον «Φράνκενσταϊν» του Τζέιμς Γουέιλ και το «Μάτια χωρίς πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί, αλλά και από το «Δεσμώτη του ιλίγγου» του Χίτσκοκ. Με την ταινία του αυτή ο Αλμοδόβαρ δείχνει να έχει φτάσει σε μια ωριμότητα - λείπουν απ' αυτήν πολλές από τις υπερβολές του παρελθόντος, χωρίς όμως να προσεγγίζει το «Μίλα μου». Είναι ωστόσο η καλύτερη ταινία που μας έδωσε τα τελευταία χρόνια.
Ηδιεξοδική έρευνα, το σασπένς και ο γρήγορος ρυθμός είναι τα κύρια στοιχεία της νέας ταινίας του Στίβεν Σόντερμπεργκ («Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες»). Αρχίζει με την ξαφνική εμφάνιση ενός θανατηφόρου ιού που μεταφέρει άθελά της μια Αμερικανίδα (Γκουίνεθ Πάλτροου) ενώ ταξιδεύει από το Χονγκ Κονγκ στην Αμερική. Ο ιός αρχίζει να μεταδίδεται αστραπιαία και σε άλλες πόλεις του κόσμου, από το Σικάγο και το Λονδίνο ώς το Παρίσι και το Τόκιο, για να καταλήξει σε πανδημία, που κινδυνεύει να εξολοθρεύσει εκατομμύρια ανθρώπους. Η ταινία του Σόντερμπεργκ ξεκινάει από τη δεύτερη μέρα της εξάπλωσης του ιού και συνεχίζεται μέχρι την αναμενόμενη καταστολή του, με τον σκηνοθέτη να κρατάει την αποκάλυψη της εμφάνισης του ιού για το φινάλε.
Με τη βοήθεια ενός διάσημου καστ (που δίνει τον καλύτερο εαυτό του), με πετυχημένα εξωτερικά (έρημους, γεμάτους πεταμένα αντικείμενα, δρόμους, άδεια σουπερμάρκετ και αεροδρόμια) και ωραία ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση του Κλιφ Μαρτίνεζ, ο Σόντερμπεργκ παρακολουθεί από κοντά την ταχεία εξέλιξη του ιού και τις προσπάθειες των διαφόρων φορέων, μαζί και της Εθνικής Ασφάλειας, να τον περιορίσουν. Παράλληλα, καταγράφει τις αντιδράσεις του κοινού στις διάφορες πόλεις του πλανήτη. Με ένα καλό σενάριο, με έξυπνους διαλόγους, εμπνευσμένο από την πρόσφατη πανδημία του ιού των πουλερικών και των χοίρων, ο σκηνοθέτης του «Traffic» έφτιαξε μια εφιαλτική περιπέτεια που παρακολουθείται με αγωνία από το πρώτο ώς το τελευταίο της λεπτό.
Η νέα ταινία του Τζον Μάντεν («Ο ερωτευμένος Σέξπιρ», «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι») είναι μια συνηθισμένη περιπέτεια κατασκοπίας, ριμέικ της ισραηλινής, άπαιχτης στην Ελλάδα, ταινίας «Ha-Hov» του 2007. Η ιστορία αναφέρεται σε μια υποτιθέμενη ηρωική επίθεση τριών πρακτόρων της ισραηλινής «Μοσάντ», στο Ανατολικό Βερολίνο, το 1965, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για να συλλάβουν ένα ναζί εγκληματία, γνωστό ως «χειρουργό του Μπίρκεναου».
Η ταινία αρχίζει με την επιστροφή των τριών πρακτόρων (του Ντέιβιντ, της Ρέιτσελ και του Στέφαν), στο Ισραήλ, όπου τους υποδέχονται ως ήρωες. Μερικά, όμως, χρόνια αργότερα (το 1997), διάφορα γεγονότα αρχίζουν να δημιουργούν υποψίες για το τι πραγματικά συνέβη. Υποψίες που η ταινία αναπτύσσει σταδιακά μέσα από διάφορα φλας μπακ, που ο Μάντεν σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία, τονίζοντας με το μοντάζ τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας. Παρά τα διάφορα κλισέ και τα κάποια κενά στο σενάριο, ο Μάντεν καταφέρνει να δώσει την ευπρόσδεκτη μορφή και το ρυθμό του κλασικού θρίλερ, με τους ηθοποιούς του να προσφέρουν καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα τη Χέλεν Μίρεν και την Τζέσικα Τσαστέιν, που ερμηνεύουν τη Ρέιτσελ στις δύο διαφορετικές της ηλικίες.
Τρεις σύγχρονοι νέοι μουσικοί, η ελληνοκυπριακής καταγωγής Μάρθα Δημήτρη Λούις, ο Τούρκος Μεχτάπ Ντεμίρ και ο Ισραηλινός ειδικός στο μπουζούκι Τόμερ Κατζ, αφηγούνται την ιστορία της τραγουδίστριας του Ρεμπέτικου, Ρόζας Εσκενάζυ, στο ελκυστικό αυτό ντοκιμαντέρ του Ρόι Σερ. Χρειάστηκε ένας ξένος σκηνοθέτης, ο Ισραηλινός Ρόι Σερ, για να δώσει «σάρκα και οστά» στη μεγάλη και μοναδική αυτή προσωπικότητα του ρεμπέτικου. Ο Σερ ανακάλυψε το μεγάλο ταλέντο της «βασίλισσας του ρεμπέτικου» σε κλαμπ του Ισραήλ, όπως αναφέρει ο ίδιος, όπου η βαθιά θλίψη και η ευτυχία που ανέδιναν τα τραγούδια της του θύμιζαν, όπως λέει, τα τραγούδια της Μπίλι Χόλιντεϊ.
Ο σκηνοθέτης ταξιδεύει με τους τρεις μουσικοί του σε Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, όπου η Εσκενάζυ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, για να φτιάξει, συχνά με σπάνιο αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις, το πορτρέτο της τραγουδίστριας. Για να δείξει όχι μόνο τις διάφορες επιδράσεις στα τραγούδια της, αλλά για να καταγράψει την εποχή και να μας τη γνωρίσει ως άνθρωπο (τις προσπάθειές της, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, να σώσει Ελληνοεβραίους από τους ναζί, αλλά και τους διάφορους έρωτές της). Συγκινητική είναι η σκηνή όπου η χήρα του Χρήστου Φιλιππακόπουλου, εραστή της Εσκενάζυ, μιλά για την τραγουδίστρια.
Επιστροφή στο παραδοσιακό, χωρίς πολλά ειδικά εφέ ή τη χρήση κασκαντέρ, κατασκοπικό θρίλερ, είναι η ταινία του νέου σκηνοθέτη Γκάρι ΜακΚέντρι. Για να σώσει τον μέντορα και συνεργάτη του Χάντερ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), που κρατείται όμηρος από έναν σεΐχη, ο ειδικός εκτελεστής και πρώην πράκτορας Ντάνι (Τζέισον Στέιθαμ) αναλαμβάνει να εκτελέσει τους Βρετανούς πράκτορες, ομάδας πρώην στρατιωτικών, υπεύθυνους για τη δολοφονία των τριών γιων του σεΐχη. Αποστολή που τον φέρνει αντιμέτωπο με τον αρχηγό της ομάδας, Σπάικ (Κλάιβ Οουεν).
Ο Γκάρι ΜακΚέντρι γνωρίζει καλά το είδος (τις κλασικές γκανγκστερικές, αστυνομικές και άλλες περιπέτειες), γι' αυτό κατάφερε να φτιάξει ένα ρεαλιστικό θρίλερ, με σκηνές βίαιων συγκρούσεων που πείθουν με την αληθοφάνειά τους και με «ήρωες» που κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη. Ενα θρίλερ που σίγουρα θα μπορούσε να είναι καλύτερο αν είχε ένα λιγότερο σχηματικό σενάριο.
Στο νέο πρόγραμμα της εβδομάδας και οι ταινίες: «Καναρίνι μου γλυκό», ντοκιμαντέρ του Ρόι Σερ για τη Ρόζα Εσκενάζυ, «Το χρέος», θρίλερ κατασκοπίας του Τζον Μάντεν, «Killer Elite», θρίλερ δράσης του Γκάρι ΜακΚέντρι και «Winx Club 3D: μαγική περιπέτεια», κινούμενα σχέδια του Ιταλού Ιτζίνιο Στράφι.
Οι άλλες ταινίες
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
WINX CLUB 3D: ΜΑΓΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ. ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ιτζίνιο Στράφι. Κινούμενα σχέδια. 87'
Ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, χωρίς το τραγικό φινάλε της σεξπιρικής τραγωδίας, σε μια τρισδιάστατη ιταλικής παραγωγής ταινία κινουμένων σχεδίων (εμπνευσμένη από τηλεοπτική σειρά), για μικρά παιδιά.
Το δέρμα που κατοικώ
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
La piel que habito. Ισπανία, 2011. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ηθοποιοί: Αντόνιο Μπαντέρας, Ελένα Ανάγια, Γιαν Κορνέτ, Μαρίζα Παρέδες. 117'
****
Το σατανικό σχέδιο εκδίκησης που βάζει μπροστά ένας πλαστικός χειρουργός θα οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα, σε μια ταινία που κινείται ανάμεσα στις ταινίες τρόμου και το ψυχολογικό δράμα, με κυρίαρχα στοιχεία το πάθος και το σεξ. ****
Από τις ταινίες τρόμου και τη μαύρη κωμωδία μέχρι το θρίλερ και το ψυχολογικό δράμα αντλεί στοιχεία ο Πέδρο Αλμοδόβαρ για τη νέα του ταινία «Το δέρμα που κατοικώ». Ο ήρωάς του, ο Ρόμπερτ Λεντγκάρντ (ένας πολύ καλός, συγκρατημένος Αντόνιο Μπαντέρας), είναι ένας εξαίρετος πλαστικός χειρουργός που, μετά την τραγική αυτοκτονία της γυναίκας του, αρχίζει να πειραματίζεται με τη δημιουργία ενός συνθετικού δέρματος που θα την επαναφέρει στη ζωή. Τα πράγματα παίρνουν αναπάντεχη τροπή όταν ο Ρόμπερτ, στα πρόθυρα της τρέλας, μετά το βιασμό και την αυτοκτονία της κόρης του, απάγει τον βιαστή της και βάζει μπροστά ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης.
Με βάση το βιβλίο του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Τιερί Ζονκέ, ο Αλμοδόβαρ έφτιαξε μια ταινία που περιέχει όλα τα γνωστά στοιχεία των ταινιών. Στοιχεία που ο σκηνοθέτης τού «Δέσε με» και «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» συνδυάζει με το ξεχωριστό, ηδονοβλεπτικό βλέμμα του, πάνω στους χώρους (το απομονωμένο σπίτι του Ρόμπερτ) και τα διάφορα αντικείμενα (φορέματα, έπιπλα, πίνακες, ιατρικά εργαλεία) και στα σώματα, στα μάτια, στα χέρια, στα χείλη τους, με το πάθος και το σεξ να καθοδηγεί τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους. Εξαίρετο παράδειγμα η εισαγωγική σκηνή, όπου βλέπουμε τον Ρόμπερτ να παρακολουθεί στο εργαστήριό του τη Βέρα (πολύ εντυπωσιακή η Ελένα Ανάγια), μια νεαρή, «αιχμάλωτη», όπως ανακαλύπτουμε στη συνέχεια, να κάνει γιόγκα, φορώντας ένα πολύ σφιχτό κολάν. Ενώ με ένα έξυπνο, παράλληλο μοντάζ, που κινείται ανάμεσα στο παρόν και τα φλας μπακ, δημιουργεί την ατμόσφαιρα της ψύχωσης που φαίνεται να καθοδηγεί όχι μόνο τον Ρόμπερτ αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα, μαζί και τη Μαρίλια (Μαρίζα Παρέδες), την ηλικιωμένη γκουβερνάντα (στην πραγματικότητα μητέρα του) και πιστή συνεργάτιδα στα πειράματά του.
Μιλώντας στις Κάνες, μετά την προβολή της ταινίας του, ο Αλμοδόβαρ αναφέρθηκε στην επίδραση από το έργο του Φριτς Λανγκ της γερμανικής εξπρεσιονιστικής περιόδου. Η ταινία του όμως εμπνέεται και από άλλες ταινίες του φανταστικού, ιδιαίτερα τον «Φράνκενσταϊν» του Τζέιμς Γουέιλ και το «Μάτια χωρίς πρόσωπο» του Ζορζ Φρανζί, αλλά και από το «Δεσμώτη του ιλίγγου» του Χίτσκοκ. Με την ταινία του αυτή ο Αλμοδόβαρ δείχνει να έχει φτάσει σε μια ωριμότητα - λείπουν απ' αυτήν πολλές από τις υπερβολές του παρελθόντος, χωρίς όμως να προσεγγίζει το «Μίλα μου». Είναι ωστόσο η καλύτερη ταινία που μας έδωσε τα τελευταία χρόνια.
Contagion
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΗΠΑ, 2011. Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ. Σενάριο: Σκοτ Μπερνς. Ηθοποιοί: Ματ Ντέιμον, Κέιτ Γουίνσλετ, Τζουντ Λο, Μαριόν Κοτιγιάρ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Λόρενς Φίσμπερν, Τζένιφερ Εϊλ, Τζον Χοκς. 106'
***
Ενας θανατηφόρος ιός αρχίζει να εξαπλώνεται επικίνδυνα σε διάφορες χώρες του κόσμου, βάζοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την ανθρωπότητα, σ' ένα καλοστημένο, εφιαλτικό θρίλερ, δοσμένο με σασπένς, γρήγορο ρυθμό και ωραίες ερμηνείες. ***
Ηδιεξοδική έρευνα, το σασπένς και ο γρήγορος ρυθμός είναι τα κύρια στοιχεία της νέας ταινίας του Στίβεν Σόντερμπεργκ («Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες»). Αρχίζει με την ξαφνική εμφάνιση ενός θανατηφόρου ιού που μεταφέρει άθελά της μια Αμερικανίδα (Γκουίνεθ Πάλτροου) ενώ ταξιδεύει από το Χονγκ Κονγκ στην Αμερική. Ο ιός αρχίζει να μεταδίδεται αστραπιαία και σε άλλες πόλεις του κόσμου, από το Σικάγο και το Λονδίνο ώς το Παρίσι και το Τόκιο, για να καταλήξει σε πανδημία, που κινδυνεύει να εξολοθρεύσει εκατομμύρια ανθρώπους. Η ταινία του Σόντερμπεργκ ξεκινάει από τη δεύτερη μέρα της εξάπλωσης του ιού και συνεχίζεται μέχρι την αναμενόμενη καταστολή του, με τον σκηνοθέτη να κρατάει την αποκάλυψη της εμφάνισης του ιού για το φινάλε.
Με τη βοήθεια ενός διάσημου καστ (που δίνει τον καλύτερο εαυτό του), με πετυχημένα εξωτερικά (έρημους, γεμάτους πεταμένα αντικείμενα, δρόμους, άδεια σουπερμάρκετ και αεροδρόμια) και ωραία ηλεκτρονική μουσική υπόκρουση του Κλιφ Μαρτίνεζ, ο Σόντερμπεργκ παρακολουθεί από κοντά την ταχεία εξέλιξη του ιού και τις προσπάθειες των διαφόρων φορέων, μαζί και της Εθνικής Ασφάλειας, να τον περιορίσουν. Παράλληλα, καταγράφει τις αντιδράσεις του κοινού στις διάφορες πόλεις του πλανήτη. Με ένα καλό σενάριο, με έξυπνους διαλόγους, εμπνευσμένο από την πρόσφατη πανδημία του ιού των πουλερικών και των χοίρων, ο σκηνοθέτης του «Traffic» έφτιαξε μια εφιαλτική περιπέτεια που παρακολουθείται με αγωνία από το πρώτο ώς το τελευταίο της λεπτό.
Το χρέος
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
The Debt. ΗΠΑ, 2011. Σκηνοθεσία: Τζον Μάντεν. Σενάριο: Μάθιου Βον, Τζέιν Γκόλντμαν, Πίτερ Στρόνγκμαν. Ηθοποιοί: Χέλεν Μίρεν, Τζέσικα Τσαστέιν, Τζάσπερ Κρίστενσεν, Τομ Γουίκινσον, Κιάραν Χάιντς, Σαμ Γουέρδινγκτον, Μάρτον Τσόκας. 112'
** 1/2 -
Η αποκάλυψη της πραγματικότητας πίσω από ένα υποτιθέμενο ηρωικό γεγονός πρακτόρων της ισραηλινής «Μοσάντ». Καλογυρισμένο, με σασπένς και ωραίες ερμηνείες, θρίλερ κατασκοπίας. ** 1/2 -
Η νέα ταινία του Τζον Μάντεν («Ο ερωτευμένος Σέξπιρ», «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι») είναι μια συνηθισμένη περιπέτεια κατασκοπίας, ριμέικ της ισραηλινής, άπαιχτης στην Ελλάδα, ταινίας «Ha-Hov» του 2007. Η ιστορία αναφέρεται σε μια υποτιθέμενη ηρωική επίθεση τριών πρακτόρων της ισραηλινής «Μοσάντ», στο Ανατολικό Βερολίνο, το 1965, στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για να συλλάβουν ένα ναζί εγκληματία, γνωστό ως «χειρουργό του Μπίρκεναου».
Η ταινία αρχίζει με την επιστροφή των τριών πρακτόρων (του Ντέιβιντ, της Ρέιτσελ και του Στέφαν), στο Ισραήλ, όπου τους υποδέχονται ως ήρωες. Μερικά, όμως, χρόνια αργότερα (το 1997), διάφορα γεγονότα αρχίζουν να δημιουργούν υποψίες για το τι πραγματικά συνέβη. Υποψίες που η ταινία αναπτύσσει σταδιακά μέσα από διάφορα φλας μπακ, που ο Μάντεν σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία, τονίζοντας με το μοντάζ τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας. Παρά τα διάφορα κλισέ και τα κάποια κενά στο σενάριο, ο Μάντεν καταφέρνει να δώσει την ευπρόσδεκτη μορφή και το ρυθμό του κλασικού θρίλερ, με τους ηθοποιούς του να προσφέρουν καλές ερμηνείες, ιδιαίτερα τη Χέλεν Μίρεν και την Τζέσικα Τσαστέιν, που ερμηνεύουν τη Ρέιτσελ στις δύο διαφορετικές της ηλικίες.
Καναρίνι μου γλυκό
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
Ισραήλ/Ελλάδα, 2011. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ρόι Σερ. Ντοκιμαντέρ. Με τους: Χάρις Αλεξίου, Ρόζα Εσκενάζυ (από αρχείο), Μεχτάπ Ντεμίρ, Μάρθα Δημήτρη Λούις, Τόμερ Κατζ. 89'
** 1/2 -
Ντοκιμαντέρ-οδοιπορικό για τη Ρόζα Εσκενάζυ, μαζί και το ρεμπέτικο, μέσα από τρεις νέους μουσικούς από Ελλάδα, Τουρκία και Ισραήλ. ** 1/2 -
Τρεις σύγχρονοι νέοι μουσικοί, η ελληνοκυπριακής καταγωγής Μάρθα Δημήτρη Λούις, ο Τούρκος Μεχτάπ Ντεμίρ και ο Ισραηλινός ειδικός στο μπουζούκι Τόμερ Κατζ, αφηγούνται την ιστορία της τραγουδίστριας του Ρεμπέτικου, Ρόζας Εσκενάζυ, στο ελκυστικό αυτό ντοκιμαντέρ του Ρόι Σερ. Χρειάστηκε ένας ξένος σκηνοθέτης, ο Ισραηλινός Ρόι Σερ, για να δώσει «σάρκα και οστά» στη μεγάλη και μοναδική αυτή προσωπικότητα του ρεμπέτικου. Ο Σερ ανακάλυψε το μεγάλο ταλέντο της «βασίλισσας του ρεμπέτικου» σε κλαμπ του Ισραήλ, όπως αναφέρει ο ίδιος, όπου η βαθιά θλίψη και η ευτυχία που ανέδιναν τα τραγούδια της του θύμιζαν, όπως λέει, τα τραγούδια της Μπίλι Χόλιντεϊ.
Ο σκηνοθέτης ταξιδεύει με τους τρεις μουσικοί του σε Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, όπου η Εσκενάζυ πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, για να φτιάξει, συχνά με σπάνιο αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις, το πορτρέτο της τραγουδίστριας. Για να δείξει όχι μόνο τις διάφορες επιδράσεις στα τραγούδια της, αλλά για να καταγράψει την εποχή και να μας τη γνωρίσει ως άνθρωπο (τις προσπάθειές της, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, να σώσει Ελληνοεβραίους από τους ναζί, αλλά και τους διάφορους έρωτές της). Συγκινητική είναι η σκηνή όπου η χήρα του Χρήστου Φιλιππακόπουλου, εραστή της Εσκενάζυ, μιλά για την τραγουδίστρια.
Killer Elite
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ
ΗΠΑ, 2011. Σκηνοθεσία: Γκάρι ΜακΚέντρι. Σενάριο: Ματ Σέρινγκ. Ηθοποιοί: Τζέισον Στέιθαμ, Ρόμπερτ ντε Νίρο, Κλάιβ Οουεν, Ντομινίκ Πουρσέλ. 116'
** 1/2 -
Παραδοσιακό, δοσμένο με σωστό ρυθμό και καλές ερμηνείες, θρίλερ δράσης γύρω από έναν πρώην πράκτορα που, για να σώσει τον αιχμαλωτισμένο από έναν σεΐχη μέντορα και συνεργάτη του, αναλαμβάνει να εκτελέσει τους πράκτορες που είχαν δολοφονήσει τους τρεις γιους του σεΐχη. ** 1/2 -
Επιστροφή στο παραδοσιακό, χωρίς πολλά ειδικά εφέ ή τη χρήση κασκαντέρ, κατασκοπικό θρίλερ, είναι η ταινία του νέου σκηνοθέτη Γκάρι ΜακΚέντρι. Για να σώσει τον μέντορα και συνεργάτη του Χάντερ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), που κρατείται όμηρος από έναν σεΐχη, ο ειδικός εκτελεστής και πρώην πράκτορας Ντάνι (Τζέισον Στέιθαμ) αναλαμβάνει να εκτελέσει τους Βρετανούς πράκτορες, ομάδας πρώην στρατιωτικών, υπεύθυνους για τη δολοφονία των τριών γιων του σεΐχη. Αποστολή που τον φέρνει αντιμέτωπο με τον αρχηγό της ομάδας, Σπάικ (Κλάιβ Οουεν).
Ο Γκάρι ΜακΚέντρι γνωρίζει καλά το είδος (τις κλασικές γκανγκστερικές, αστυνομικές και άλλες περιπέτειες), γι' αυτό κατάφερε να φτιάξει ένα ρεαλιστικό θρίλερ, με σκηνές βίαιων συγκρούσεων που πείθουν με την αληθοφάνειά τους και με «ήρωες» που κινούνται σε μια γκρίζα ζώνη. Ενα θρίλερ που σίγουρα θα μπορούσε να είναι καλύτερο αν είχε ένα λιγότερο σχηματικό σενάριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου